- νεοσπαδής
- νεοσπαδής, -ές (Α)(ιδίως για ξίφος) αυτός που αποσπάστηκε πρόσφατα («αἵματι στάζοντα χεῑρας καὶ νεοσπαδὲς ξίφος», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -σπαδής (< -σπας < θ. σπαδ- τού σπάω), πρβλ. νευρο-σπαδής].
Dictionary of Greek. 2013.